- ανεξευμένιστος
- -η, -οαυτός που δεν εξευμενίστηκε, ανεξιλέωτος: Ο θεός Απόλλωνας ήταν ακόμη ανεξευμένιστος, γι’ αυτό τους έριχνε συμφορές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεξευμένιστος — η, ο (Μ ἀνεξευμένιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευμενιστεί, ο αδυσώπητος … Dictionary of Greek